Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

Μαρία η Αιγυπτία

  • 1 Μαρία

    Μαρία η
    Мария –
    1) имя Пресвятой Богородицы;
    2) имя некоторых святых жен Православной Церкви:

    Μαρία η Αιγυπτία — Мария Египетская;

    3) женское имя
    Этим.
    < евр. Marjam (в Септуагинте – Мариам). По одной версии означает «горькая», по другой – «плодовитая» < егип. mrh «сильный, плодовитый, плодородный». С помощью Нового Завета имя распространилось в европейских языках

    Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > Μαρία

См. также в других словарях:

  • Μαρία — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ονομαζόταν και Μαριάμ. Ήταν η μητέρα του Χριστού, η Θεοτόκος. Οι μόνες πληροφορίες για τον βίο της περιέχονται στα ευαγγέλια και στα απόκρυφα κείμενα. Βλ. λ. Θεοτόκος. 2. Μ. η Μαγδαληνή. Καταγόταν… …   Dictionary of Greek

  • Mary of Egypt — 18th Century Russian icon of St. Mary of Egypt Venerable Born ca. 344 Egypt Died ca. 421 …   Wikipedia

  • МАРИЯ ЕГИПЕТСКАЯ — (греч. Μαρία η Αίγυπτία, лат. Maria Aegyptica), в христианских преданиях раскаявшаяся блудница, образ которой подвергался в популярной агиографии и фольклоре мифологизирующей стилизации. Предполагаемое время жизни 5 в. По наиболее ранней версии,… …   Энциклопедия мифологии

  • Ζωσιμάς — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ζ. ο όσιος. Ασκήτεψε στη μονή του Ιωάννη του Προδρόμου και μετά στην έρημο του Ιορδάνη, όπου έθαψε τη Μαρία την Αιγυπτία. Η μνήμη του τιμάται στις 4 Απριλίου. 2. Ζ. ο όσιος. Ασκήτεψε στην έρημο. Η… …   Dictionary of Greek

  • Λακαριέρ, Ζακ — (Jacques Lacarrierre, Λιμόζ 1925 –). Γάλλος συγγραφέας και νεοελληνιστής. Ξεκίνησε τις σπουδές του στο Παρίσι, όπου μελέτησε κλασική φιλολογία και στη συνέχεια επισκέφθηκε την Ελλάδα και τη Μέση Ανατολή. Ο πολιτισμός και η ιστορία αυτών των τόπων …   Dictionary of Greek

  • Τιντορέτο, Γιάκοπο Ρομπούστι, ο επονομαζόμενος- — (Tintoretto, Βενετία 1518/1519 – 1594). Ιταλός ζωγράφος. Το όνομά του προέρχεται από το επάγγελμα του πατέρα του που ήταν βαφέας υφασμάτων (tintore). Η πρώτη του δραστηριότητα χρονολογείται περίπου από το 1540, όταν είχε πια απαλλαγεί από την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»